- γόνυ
- γόνυkneeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γόνυ κνήμης ἔγγιον. — γόνυ κνήμης ἔγγιον. См. Своя рубаха ближе к телу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
γόνυ — το βλ. γόνατο … Dictionary of Greek
γούνατα — γόνυ knee neut acc pl (epic ionic) γόνυ knee neut nom pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατα — γόνυ knee neut acc pl γόνυ knee neut nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατε — γόνυ knee neut acc dual γόνυ knee neut nom dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτεσσι — γόνυ knee neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτεσσιν — γόνυ knee neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονάτων — γόνυ knee neut gen pl γονά̱των , γονάω pres imperat act 3rd pl γονά̱των , γονάω pres imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνάτοιν — γόνυ knee neut gen/dat dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουνάτων — γόνυ knee neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)